τούρμα

τούρμα
Ονομαζόταν έτσι στον βυζαντινό στρατό η ανώτερη στρατιωτική μονάδα, η οποία απαρτιζόταν από 3 μοίρες ή δρούγγες, από τις οποίες η καθεμία περιλάμβανε 5-15 τάγματα, ολικής δύναμης 1.000-3.000 ανδρών. Η δύναμη όμως της τ. δεν έπρεπε να υπερβαίνει τις 7.000 άνδρες. Ο διοικητής της τ. ονομαζόταν τουρμάρχης, μεράρχης ή στρατηλάτης και ο διοικητής της μεσαίας στην παράταξη τ. ονομαζόταν υποστράτηγος, γιατί προοριζόταν να αναπληρώσει τον στρατηγό όταν έβγαινε εκτός μάχης. Τρεις τ., αποτελούσαν μία ανώτατη μονάδα, η οποία γινόταν στρατός· διοικητής της ήταν ο στρατηγός. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ονομαζόταν επίσης τ. ή τουρμαρχάτο η αμέσως μετά το θέμα διοικητική περιφέρεια. Το θέμα περιλάμβανε 3 τ., καθεμία από τις οποίες απαρτιζόταν από 3 κλεισούρες.
* * *
και τύρμα και τύρμη, ἡ, Μ
1. ανώτερη μονάδα τού βυζαντινού στρατού, που τήν συγκροτούσαν τρεις μοίρες
2. η αμέσως μετά το θέμα διοικητική περιφέρεια τού βυζαντινού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. turma «ουλαμός, ίλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλαγάτωρ — ο (Βυζ.) ονομασία τών στρατιωτών τής φρουράς τού παλατιού στο Βυζάντιο, που υπάγονταν στον άρχοντα τού αλαγίου (αλάγιον ή αλάγη, κατά τον Δουκάγγιο, turma equitum, δηλ. τούρμα ιππέων) …   Dictionary of Greek

  • τουρμάρχης — ὁ, Μ διοικητής τούρμας, διοικητικής υποδιαίρεσης τού θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούρμα + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τουρμαρχώ — έω, Μ [τουρμάρχης] είμαι τουρμάρχης*, διοικώ τούρμα* …   Dictionary of Greek

  • τούρμαρχος — ὁ, Μ ο τουρμάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούρμα + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • τύρμα — και τύρμη, ἡ, Μ βλ. τούρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”